- μύδιον
- μύδιονsmall boatneut nom/voc/acc sgμυδάωto be dampimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)μυδάωto be dampimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύδιον — το βλ. μύδι … Dictionary of Greek
μυδίου — μύδιον small boat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυδίων — μύδιον small boat neut gen pl μυδάω to be damp pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυδίῳ — μύδιον small boat neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδια — μύδιον small boat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδι — το (ΑΜ μύδιον) ελασματοβράγχιο μαλάκιο, μυτίλος αρχ. μσν. 1. μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα 2. χειρουργικό εργαλείο αρχ. μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύδιν < αρχ. μύδιον < μυς + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. ιχθύς ιχθύδιον, κάρυον… … Dictionary of Greek
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek